Γιατί οι Βρετανοί σταμάτησαν να αισθάνονται Ευρωπαίοι

Οι ηγέτες της ΕΕ κοιτούσαν αγχωμένοι τα ρολόγια τους και αναρωτιόντουσαν πού είναι ο Βρετανός πρωθυπουργός. Είχαν συγκεντρωθεί σε ένα μοναστήρι 500 ετών της Λισαβώνας για την υπογραφή της συνθήκης-ορόσημο και η απουσία ενός μέλους φάνταζε αδιανόητη. Ήταν Δεκέμβριος του 2007 και πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Gordon Brown. Όταν οι ηγέτες πήραν στα χέρια τους τα στυλό, ο Brown βρισκόταν ακόμα στο Λονδίνο.

Αυτό ήταν ένα καλό παράδειγμα της κλασικής βρετανικής συμπεριφοράς “δεν είμαστε αρκετά σίγουροι για όλο αυτό”. Ο Brown δεν ήταν κατά της Συνθήκης της Λισαβώνας. Στην πραγματικότητα, σχεδίαζε να την επικυρώσει στο Κοινοβούλιο το συντομότερο δυνατόν. Αυτό που ήθελα να αποφύγει ήταν να εμφανιστεί σε τηλεοπτικά πλάνα να πανηγυρίζει για την ισχυροποίηση του μπλοκ με τους Ευρωπαίους ομολόγους του. Έτσι, έφτασε περίπου τρεισήμισι ώρες αργότερα και υπέγραψε το έγγραφο μόνος του, σε ένα μικρό δωμάτιο.

Το περιστατικό αναδεικνύει την αμήχανη σχέση του Ην. Βασιλείου με την ένωση κρατών στην οποία προσχώρησε το 1973. Με ένα πόδι μέσα και ένα πόδι εκτός, η χώρα δεν ήταν ποτέ σίγουρη ποια κατεύθυνση να πάρει -και η ΕΕ δεν βρήκε ποτέ τον τρόπο να την κάνει να νιώσει άνετα. Τελικά, όταν οι Βρετανοί βρήκαν την ευκαιρία να πουν τη γνώμη τους στο δημοψήφισμα του 2016, το 52% επέλεξαν την έξοδο από την ΕΕ. Αυτό οδήγησε σε τρία χρόνια περίπλοκων και ενίοτε δυσάρεστων διαπραγματεύσεων σχετικά με τους όρους του “διαζυγίου”. Στις 31 Ιανουαρίου το σήριαλ έφτασε στο τέλος του.

Στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας, ο κόσμος αναρωτιέται τι πήγε στραβά: Πώς χάσαμε τη Βρετανία; Η χώρα θεωρούσε ότι έχει μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα, ισχυρότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ, ενώ το πολιτικό και νομικό της σύστημα ήταν πολύ διαφορετικά. Όταν η τότε πρωθυπουργός Theresa May ανέφερε το 2017 σε μια ομιλία της στη Φλωρεντία ότι “ίσως λόγω της ιστορίας και της γεωγραφίας μας, δεν αισθανθήκαμε ποτέ την ΕΕ σαν αναπόσπαστο μέρος της εθνικής μας ιστορίας με τον τρόπο που τόσοι άλλοι λαοί στην Ευρώπη την αισθάνονται”, όλη η ήπειρος καταλάβαινε τι εννοούσε.

Παρολ’ αυτά, το κυρίαρχο συναίσθημα της πολιτικής ελίτ της ΕΕ παραμένει αυτό της λύπης. Το Ην. Βασίλειο είχε σημαντικό ρόλο και ασκούσε μεγάλη επιρροή ως κράτος-μέλος. Ενώ οι πολιτικοί του κακολογούσαν τις Βρυξέλλες και ο πληθυσμός του γινόταν όλο και περισσότερο ευρωσκεπτικιστικός (μια λέξη που εφευρέθηκε για το σκοπό αυτό), οι διπλωμάτες της διαδραμάτισαν εποικοδομητικό ρόλο. Πράγματι, ο Welshman Roy Jenkins, ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1977, και ο Arthur Cockfield, Επίτροπος του Ην. Βασιλείου από το 1985, ήταν “αρχιτέκτονες” της νομισματικής ένωσης και της ενιαίας αγοράς, αντίστοιχα. Ως κράτος-μέλος της ΕΕ, η Βρετανία λειτουργούσε ως αντίβαρο στις ανταγωνιστικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η επαναστατική διάθεση των Βρετανών πρόσφερε σε άλλες σημαντικές χώρες έναν ταραξία πίσω από τον οποίον μπορούσαν να κρύβονται. Και το βρετανικό ένστικτο στο ελεύθερο εμπόριο διασφάλισε ότι η ένωση δεν καταληφθεί από τον προστατευτικό τρόπο σκέψης των μελών του νότου. Η Βρετανία διαμόρφωσε την ευρωπαϊκή πολιτική και στήριζε τις νέες νομοθεσίες πολύ πιο τακτικά από τις φορές που τις απέρριπτε.

Αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν πως η Βρετανία άρχισε να ξεγλιστρά –σταδιακά αλλά αποφασιστικά- περίπου πριν από 16 χρόνια, όταν η ΕΕ υπέστη τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό της με την υποδοχή 10 νέων χωρών. Ο αντίκτυπος στις Βρυξέλλες έγινε άμεσα αισθητός. Το κλαμπ των Γερμανών και των Γάλλων δεν ήταν πλέον κλειστό, καθώς η ΕΕ καλωσόρισε κράτη που ήταν ενθουσιασμένα με τον καπιταλισμό και που έδιναν μεγαλύτερη αξία στη νέα, ελεύθερη πρόσβασή τους σε μια τεράστια εμπορική ένωση από ό,τι σε τυχόν ιδέες πολιτικής ή κοινωνικής ένωσης. Το Ην. Βασίλειο μοιραζόταν την ίδια προτεραιότητα, με τους διπλωμάτες και πολιτικούς των νέων χωρών μάλιστα να κάνουν τις διαπραγματεύσεις τους στα αγγλικά, παρά στα γαλλικά.

Αλλά η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει: οι Βρετανοί επρόκειτο να αισθανθούν λιγότερο Ευρωπαίοι. Το άνοιγμα της ΕΕ σε νέες χώρες σήμαινε ότι δινόταν σε ολόκληρους πληθυσμούς το δικαίωμα να ζήσουν και να εργαστούν οπουδήποτε στο μπλοκ. Από το 2003 έως το 2016, τη χρονιά του δημοψηφίσματος, ο αριθμός των μη Βρετανών πολιτών που ζούσαν στο Ην. Βασίλειο είχε εκτοξευτεί από τους 1,5 εκατ. στους 3,5 εκατ. Το Λονδίνο ήταν συνηθισμένο στη μετανάστευση, αλλά ο ξαφνικός μετασχηματισμός των παραδοσιακών κοινωνιών αποδείχτηκε πολύ πιο δυσάρεστος για τον εγχώριο πληθυσμό από ό,τι ανέμεναν οι πολιτικοί. Η εκστρατεία κατά της ΕΕ άρχισε να φουντώνει.

Επτά χρόνια αργότερα, υπήρξε άλλη μια καθοριστική στιγμή. Στις 9 Δεκεμβρίου του 2011, το ευρώ κρεμόταν από μια κλωστή καθώς η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωπη με τη χειρότερη οικονομική κρίση. Σε μια Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αργά τη νύχτα, η ΕΕ ήλπιζε να καταρτίσει μια έκτακτη συνθήκη για να προφυλάξει το νόμισμα. Αλλά ο πρωθυπουργός David Cameron, σε μια λάθος κρίση της στιγμής, απαίτησε αυτή να περιλαμβάνει παραχωρήσεις για να προστατέψει τον βρετανικό κλάδο χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Στις 2:30 τα ξημερώματα, άσκησε βέτο στις αποφάσεις. Η ΕΕ το θεώρησε μπλόφα. Οι άλλες χώρες προχώρησαν το αρχικό σχέδιο με διακυβερνητική διάσκεψη. Η Merkel και οι υπόλοιποι ηγέτες εξοργίστηκαν και οι σχέσεις παραμένουν τεταμένες μέχρι σήμερα.

Σε μια ομιλία του το 2013, ο Cameron ζήτησε την ευρεία μεταρρύθμιση της ΕΕ ώστε να επιτρέψει σε ορισμένες χώρες να έχουν πολύ πιο χαλαρούς δεσμούς. Παρά το γεγονός ότι βρήκε κάποια στήριξη στο μπλοκ, δεν υπάρχει κανένα σημάδι αλλαγής προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Ivan Rogers, ο οποίος παραιτήθηκε από πρεσβευτής της Βρετανίας στην ΕΕ το 2017, είχε πει ήδη από το 2013 ότι η αποχώρηση της Βρετανίας ήταν πιθανή. Είναι επικριτικός απέναντι στους βρετανούς πολιτικούς, αλλά θεωρεί ότι και η ΕΕ φέρει ευθύνη, καθώς εξακολούθησε να αντιμετωπίζει το βρετανικό ζήτημα με “εφησυχασμό, κόπωση και στρατηγική μυωπία”.

Δεν υπάρχει μόνο ένας λόγος για τον οποίο η ΕΕ έχασε τη Βρετανία. Πέρα από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν εδώ, η μαχητικότητα της Margaret Thatcher τη δεκαετία του 1980, το γεγονός ότι ο Brown έπεισε τον Blair να απορρίψει την ένταξή στο ευρώ στη δεκαετία του 1990, αλλά και η απόφαση του Cameron να απομακρύνει το Συντηρητικό Κόμμα από την μεγάλη ομάδα της Merkel στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μια δεκαετία αργότερα, μπορεί να έχουν όλα παίξει το ρόλο τους στο να αισθάνονται οι πολίτες λιγότερο ευρωπαίοι και οι πολιτικοί να έχουν λιγότερη επιρροή. Μέχρι πρόσφατα, μάλιστα, κάποιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι –και κάποιοι Βρετανοί στα κρυφά- ήλπιζαν ότι μια λιγότερο καθαρή νίκη για τον Boris Johnson στις εκλογές θα οδηγούσε σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα που θα ανέτρεπε το αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας. Στις 11 μ.μ. το βράδυ των εκλογών, το exit poll προέβλεψε μεγάλη πλειοψηφία για τον Johnson. Ήξεραν πως εκεί το παιχνίδι τελείωσε. Ήταν η στιγμή, που η Βρετανία τελικά αποχώρησε.