Ζίνο Ντάβιντοφ: Ένα παραμύθι για πολύτιμα δαχτυλίδια. Καπνού.

Ο Ζίνο Ντάβιντοφ, ταξιδευτής, αναζητητής και αυτοδίδακτος connoisseur της πολύ καλής ζωής ήρθε στον κόσμο στις 11 Μαρτίου του 1906 στο Νόβγκοροντ Σεβέρσκ, ένα Εβραϊκό χωριό 200 μίλια Νότια του Κιέβου. Ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του Χιλέλ και της Ραχήλ, που έβγαζαν τα προς το ζην αναμιγνύοντας σκούρα και ξανθά καπνά  από τη Μαύρη Θάλασσα, την Κριμαία, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παρασκευάσουν το δικό τους, φίνο χαρμάνι. Ο Ζίνο γεννήθηκε στην κυριολεξία μέσα στον καπνό και ο καπνός έσωσε κάποτε στην κυριολεξία τη ζωή του: όταν οι Κοζάκοι του τσάρου Νικόλαου Β’ μπήκαν στο Νόβγκοροντ Σεβέρσκ κι άρχισαν να βιάζουν, να σφάζουν και να καίνε σπρωγμένοι από την αντισημιτική μανία που οδήγησε στα αλεπάλληλα προγκρόμ εκείνης της περιόδου, η οικογένεια Ντάβιντοφ σώθηκε επειδή κρύφτηκε κάτω από τις ξύλινες σανίδες του πατώματος του σπιτιού της – εκεί όπου ο Χιλέλ φύλαγε τους σάκους με τα ακατέργαστα φύλλα καπνού. Δεν ήταν η πρώτη τέτοια επίθεση που είχε αντιμετωπίσει η οικογένεια. Ήταν, όμως, η πιο βίαιη και ο Χιλέλ αποφάσισε ότι θα ήταν η τελευταία. Όταν οι Ντάβιντοφ βγήκαν απ’ την κρυψώνα τους και αντίκρυσαν το μακελεμένο χωριό τους, πήραν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα. Στα μέσα του 1911, επιβιβάστηκαν σε ένα τρένο και διέσχισαν τη Νότια Ρωσία και την ΑυστροΟυγγαρία με προορισμό την Ελβετία. Ο ευσεβής τους πόθος ήταν η Αμερική, αλλά η οικονομική τους κατάσταση δεν μπορούσε να τον καταστήσει εφικτό, οπότε συμβιβάστηκαν με την ιδέα της Γενεύης, όπου ζούσε ήδη ένας ξάδερφος της οικογένειας και θα τους βοηθούσε να εγκατασταθούν και να προσαρμοστούν ευκολότερα.

Στη Γενεύη

Το 1912, ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην ήσυχη και ακμάζουσα Ελβετική πόλη, ο Χιλέλ Ντάβιντοφ άνοιξε ένα καπνοπωλείο (το θρυλικό κατάστημα της Place des Philosophes). Εκεί ο μικρός Ζίνο έμαθε να ξεχωρίζει, να καθαρίζει, να αξιολογεί και να ταξινομεί τα καπνά βάσει της ποιότητας και της έντασής τους. Εκεί συνειδητοποίησε τη σημασία της τελειότητας και της «προσωπικότητας» του καπνού – οι πλούσιοι πελάτες ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αδρά προκειμένου να απολαμβάνουν όχι μόνο τα πιο φίνα τσιγάρα, αλλά και τα πιο περιποιημένα. Με το ανάλογο τίμημα, μάλιστα, ο Χιλέλ προσωποποιούσε εντελώς τα τσιγάρα της γαλαντόμας ελίτ, τυπώνοντας πάνω τους τα αρχικά του.

Ο Ζίνο Ντάβιντοφ συνειδητοποίησε σε εκείνο το μέρος δύο ακόμα καθοριστικά για τη ζωή του πράγματα. Το πρώτο ήταν το πως η απόλαυση του καπνού εξαιρετικής ποιότητας μπορούσε να ενώσει ανθρώπους, να δέσει μικρές κοινότητες και να δημιουργήσει καλές παρέες. Η παρέα που είχε δημουργηθεί στο μαγαζί του πατέρα του ήταν εξαιρετική: από εκεί περνούσαν καθημερινά οι εκπρόσωποι της καλλιτεχνικής, πνευματικής και πολιτική ελίτ της κοινωνίας της Γενεύης. Ανάμεσα στην εκλεκτή πελατεία ήταν κι ένας τύπος τον οποίο ο Ζίνο Ντάβιντοφ περίεγραψε πολλά χρόνια στα απομνημονεύματά του ως «φωνακλά, με λεπτό πρόσωπο και μάτια όλο φωτιά». Ήταν κι αυτός Ρώσος, λάτρευε τα πούρα και ήταν ο μόνος πελάτης που δεν πλήρωνε ποτέ. Όταν ο μικρός Ζίνο αναρωτήθηκε γιατί, ο Χιλέλ του απάντησε: «Γιατί αυτός είναι ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ. Όλοι εδώ τον ξέρουν ως Λένιν και σύντομα θα τον μάθει και ολόκληρος ο κόσμος. Δεν τον αφήνω να πληρώσει γιατί νομίζω ότι είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός άνθρωπος». Η δεύτερη –και πιο σημαντική- συνειδητοποίηση που έκανε εκείνα τα χρόνια ο Ζίνο Ντάβιντοφ ήταν ότι το μόνο πράγμα που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν ο καπνός.

Στον κόσμο

Όταν ο Ζίνο τελείωσε το σχολείο, εγγράφηκε στο φημισμένο κολλέγιο Calvin (εκεί φοίτησε και ο Μπόρχες), αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του. Το εσωτερικό του κάλεσμα ήταν η περιπέτεια – η ανακάλυψη. Και το ακολούθησε, με κεντρικό γνώμονα και βασική του πυξίδα τον τομέα στον οποίο αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του. Το 1925 βρέθηκε στη Λατινική Αμερική και πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια ως εργαζόμενος και ως μελετητής στις πιο φημισμένες καπνοφυτείες της Αργεντινής, της Βραζιλίας και της Κούβας. Στα χρόνια αυτά μεταμορφώθηκε: δεν ήταν πια ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, αλλά ένας πολίτης του κόσμου. Στην Αβάνα μελέτησε σε βάθος τις μεθόδους καλλιέργειας, αποθήκευσης και αξιοποίησης του θρυλικού κουβανέζικου «Puro». Μαζί με τις πολύτιμες γνώσεις και την ασυναγώνιστη τεχνογνωσία, όταν επέστρεψε στη Γενεύη το 1930, εφάρμοσε στην πατρική επιχείρηση και κάποιες απ ‘τις ιδέες που σήμερα αποτελούν τα παγκόσμια στάνταρ στην απόλαυση των πούρων. Μία απ’ αυτές, ήταν η δημιουργία ενός αποθηκευτικού χώρου με πολύ συγκεκεκριμένες και σταθερές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας. Ήταν ο πρώτος τέτοιος χώρος στον πλανήτη και σήμερα πλέον αναγνωρίζεται ως ο ιδιοφυής πρόδρομος του σύγχρονου υγραντήρα.

Στα μεσοπολεμικά χρόνια, το κατάστημα του Ντάβιντοφ στη Γενεύη έγινε ο βασικός Ευρωπαϊός προορισμός για τους αφισιονάδος των εξαιρετικών Κουβανέζικων πούρων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου, έγινε ο αποκλειστικός προορισμός – η κουβανική κυβέρνηση εμπιστεύτηκε στο Ζίνο Ντάβιντοφ την εκμετάλλευση ολόκληρου του Ευρωπαϊκού στοκ των καπνών της που βρίσκονταν αποθηκεμένα στο Παρίσι, λίγο πριν οι Ναζί εισβάλλουν στη Γαλλία.

Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου ήταν το έναυσμα που χρειαζόταν ο Ζίνο προκειμένου να μεταγγίσει στην επιχείρησή του τον κοσμπολιτισμό που ο ίδιος είχε ασπαστεί χωρίς αναστολές. Η Davidoff πέρασε τα σύνορα της Ελβετίας και άρχισε να κατακτά την Ευρώπη. Τα καταστήματά της διέθεταν τα κορυφαία κουβανέζικα πούρα, στις πιο κομψές και καλαίσθητες συσκευασίες (ο Ζίνο ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να τοποθετήσει τα πούρα του στις ακριβές, ξύλινες κασετίνες που σήμερα αποτελούν θεμελιώδες κεφάλαιο στην κουλτούρα των πούρων). Επίσης, τα πούρα του είχαν ωραία, αναγνωρίσιμα ονόματα. Τα ονόματα προέρχονταν από τα διάσημα Γαλλικά κρασιά του Μπορντό. Ήταν μια δική του ιδέα που στην αρχή ξένισε τους Κουβανούς προμηθευτές και συνεργάτες του, αλλά αποδείχτηκε αποδοτικότατη. Τα θρυλικά «Château Haut-Brion», «Château Lafite», «Château Latour», «Château Margaux» και «Château Yquem» ήταν οι ναυαρχίδες που μετέτρεψαν την Davidoff σε αυτοκρατορία.

Μια αυτοκρατορία, όμως, που δεν έπαψε ποτέ να εμπνέεται από την προσωπικότητα  και να διαπνέεται από τις αρχές του Ζίνο Ντάβιντοφ. Η πίστη του στις φιλίες και στις συμφωνίες κυρίων ήταν αυτή που του επέβαλε να συνεχίσει να συνεργάζεται με την Κούβα ακόμα και μετά την επανάσταστη και το εμπάργκο του 1959 (οι Κουβανοί του το ανταπέδωσαν με την κυκλοφορία της σειράς πούρων που είναι αφιερωμένη σε εκείνον, τα Davidoff No. 1, Davidoff No 2 και Ambassadrice). Η προσήλωσή του στην ποιότητα και την τελειότητα τον οδήγησαν όχι μόνο να διακόψει αυτήν την επιτυχημένη συνεργασία δεκαετιών, αλλά στις 23 Ιουνίου του 1989 να πυρπολήσει δημοσίως 130.00 δικά του πούρα, όταν οι ανά τον κόσμο πελάτες της Davidoff διαμαρτυρήθηκαν για την ποιότητα και τη γεύση του καπνού τους. Έκτοτε, η Davidoff εγκατέλειψε την Κούβα και στράφηκε στις υπερσύγχρονες φυτείες της Δομηνικανής Δημοκρατίας.

Στην παγκόσμια κουλτούρα

Ο κοσμοπολιτισμός, η αγάπη του για την καλή ζωή και η αποφασιστικότητά του να διαλαλήσει σε ολόκληρο τον πλανήτη τη θεωρία του ότι οι απολαύσεις είναι η πεμπτουσία της ύπαρξης τον είχαν οδηγήσει δύο δεκαετίες νωρίτερα (το 1970) να πουλήσει τα δικαιώματα της εταιρείας του στην Oettinger (σήμερα, Oettinger Group). Σε μια οικογενειακή εξαιρετικά ποιοτική φίρμα, που την έτρεχε ο Δρ. Ερνστ Σνάιντερ, ένας στενός του φίλος τον οποίο εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε να του εμπιστευτεί την τύχη του έργου της ζωής του. Μαζί, ο Ζίνο ως εμβληματικός πρεσβευτής ανά τον πλανήτη και ο Σνάιντερ ως ακάματος υλοποιητής του οράματός του, έδωσαν στην Davidoff τις διαστάσεις που σήμερα την καθιστούν συνώνυμο  της αυθεντικότητας, της πολυτέλειας και –περισσότερο απ’ όλα- της απόλαυσης.  

Ο Ζίνο Ντάβιντοφ πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1994, στη Γενεύη. Έζησε 88 χρόνια, αλλά –βασικά- έζησε μια ασύλληπτη, συναρπαστική, τεράστια ζωή. Πριν την εγκαταλείψει, είδε την Davidoff να επεκτείνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη (το κατάστημα στο Χονγκ Κονγκ εγκαινιάστηκε το 1974, το θρυλικό κατάστημα του Λονδίνου άνοιξε τις πόρτες του το 1984, ενώ το 1987 έπεσε το κάστρο των ΗΠΑ, με την εγκατάσταση της Davidoff στη Λεωφόρο Μάντισον, στη Νέα Υόρκη). Κυρίως, όμως, είδε την Davidoff να εξελίσσεται και να επεκτείνεται σε όλους τους τομείς που ορίζουν το πλέγμα της απόλαυσης, που αποτελούσε την πυξίδα της δικής του ζωής. Τα τσιγάρα Davidoff κυκλοφόρησαν το 1980, σχεδόν ταυτόχρονα με το κλασικό –πλέον- άρωμα Cool Water. Οι χρονομέτρες της Davidoff (στο χαρακτηριστικό οβάλ σχήμα που παραπέμπει στους παλιούς ναυτικούς χάρτες), τα δερμάτινα αξεσουάρ (κομψά, καλαίσθητα και πάντα λειτουργικά), τα είδη αλληλογραφίας (εργαλεία επικοινωνίας απαράμιλλης ομορφιάς), όλα όσα μέχρι σήμερα έχει επιλέξει να βαφτίσει η Davidoff στο δικό της πνεύμα, λειτουργούν ως απόλυτα σύμβολα πολυτέλειας. Της πραγματικής πολυτέλειας, του να ζεις την κάθε στιγμή, με πάθος και ένταση. Τα προϊόντα της Davidoff είναι κατά κάποιο τρόπο η μέθοδος εκμάθησης αυτής της πολυτέλειας – διδάσκουν τους τρόπους της απόλαυσης, ακολουθώντας το λαμπρό προσωπικό παράδειγμα του Ζίνο Ντάβιντοφ. Του ανθρώπου που πέρασε τη ζωή του ως εραστής της Απόλαυσης και τη νυμφεύθηκε λίγο πριν περάσει στην αθανασία. Με ένα πολύτιμο δαχτυλίδι καπνού, εννοείται.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *