Αδαμαντία Οικονόμου: H εισαγγελέας που ξεπλένει τη Χρυσή Αυγή

Η γνωστή φράση «τους έριξε στα μαλακά» είναι πολύ επιεικής για να περιγράψει την αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας, Αδαμαντίας Οικονόμου, στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Σύμφωνα με την πρότασή της προς το δικαστήριο, εντός της Χρυσής Αυγής δεν υπάρχει εγκληματική οργάνωση, αφού όλες οι εγκληματικές ενέργειες που τελέστηκαν από μέλη της ήταν μεμονωμένες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγόρευσής της η επίθεση στο χώρο «Αντίπνοια», για την οποία ανέφερε πως «ναι μεν ο δράστης όταν μπήκε στο χώρο φώναξε “έχετε χαιρετισμούς από τη  Χρυσή Αυγή ”, αλλά δεν ανέφερε συγκεκριμένο πρόσωπο που του έδωσε εντολή».

Αντίστοιχα, κατά την εισαγγελέα, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής δεν προέκυψε πως προέτρεπε τα μέλη της να διαπράξουν εγκληματικές ενέργειες. Οι πάμπολλες φράσεις, δε, που περιλαμβάνει το κατηγορητήριο με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για μετανάστες ή για τη «σιχασιά που νιώθουν τα στελέχη της εντός του Κοινοβουλίου», ή για την «άνεση που νιώθουν στις κινήσεις τους λόγω της βουλευτικής ασυλίας» κ.λπ. ήταν αποσπασματικές, αφού «θα πρέπει να δούμε ολόκληρη την ομιλία για να δούμε τι εννοούν». Αλλωστε, πρόσθεσε, «ο κατηγορούμενος Ηλίας Κασιδιάρης στην απολογία του τόνισε πως σε όλες τις ομιλίες του ανέφερε πως είναι υπέρ της νομιμότητας».

Η εισαγγελική λειτουργός μίλησε για «οξύ πολιτικό λόγο, που όμως δεν μπορούσε να οδηγήσει στη διάπραξη κακουργημάτων». Πρόσθεσε πως φράσεις όπως «παράσιτα της Γης», που είχαν λεχθεί από πρώην βουλευτές για τους μετανάστες, αφορούσαν μόνο τους εγκληματίες «όπως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι». Η δε φράση του Ηλία Κασιδιάρη «οι καλές δουλειές γίνονται νύχτα» αφορούσε τις αστυνομικές επιχειρήσεις και πάλι «όπως υποστήριξε ο κατηγορούμενος». Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί πως η εισαγγελέας έκρινε ως αξιόπιστους τη συντριπτική πλειοψηφία των υπερασπιστικών ισχυρισμών των κατηγορουμένων.

Από την άλλη, η εισαγγελέας έκρινε ως «αναξιόπιστους» και «αλληλοσυγκρουόμενους» όλους τους μάρτυρες κατηγορίες, προστατευόμενους και μη, αναφέροντας πως δεν εισέφεραν συγκεκριμένα στοιχεία για εγκληματικές ενέργειες. Για το καταστατικό της οργάνωσης π.χ., για το οποίο ο δημοσιογράφος Δ. Ψαράς κατέθεσε στο δικαστήριο ένα έγγραφο που του είχε στείλει η οργάνωση τη δεκαετία του ’80 και που σύμφωνα με το κατηγορητήριο είναι το πραγματικό καταστατικό της, η κ. Οικονόμου ανέφερε πως «ο μάρτυρας δεν ανέφερε από πού το προμηθεύτηκε». Πρόσθεσε στη συνέχεια πως «ακόμη κι αν δεχτούμε πως αυτό το καταστατικό είναι το πραγματικό, ο Ν. Μιχαλολιάκος ξεκαθάρισε πως από το 1992 και μετά αποχώρησαν από τη Χρυσή Αυγή όσοι είχαν ακραία ιδεολογία». Η ιδεολογία του κόμματος δεν είναι εθνικοσοσιαλιστική, σύμφωνα με την εισαγγελέα, παρά μόνο η άποψη μεμονωμένων ατόμων. «Ετσι αναφέρουν οι κατηγορούμενοι, ενώ το ξεκαθάρισαν και οι μάρτυρες υπεράσπισης», ανέφερε.

Συνοψίζοντας, το γιγάντιο κατηγορητήριο στο οποίο οι συνάδελφοί της εισαγγελείς περιγράφουν μια δομημένη ομάδα που δρούσε με σκοπό την επιβολή βίας σε όποιον διαφωνούσε με τις απόψεις της, πρέπει, κατά την εισαγγελέα, να πεταχθεί στον κάλαθο των αχρήστων. Ιδια, πάνω-κάτω, ήταν η αγόρευσή της και σε ό,τι αφορά τις εγκληματικές ενέργειες που εξετάζει το δικαστήριο (δολοφονία Παύλου Φύσσα, επίθεση κατά μελών ΠΑΜΕ, επίθεση κατά Αιγύπτιων αλιεργατών).

Σύμφωνα με την εισαγγελέα, «δεν υπήρξε οργανωμένο σχέδιο από τη Χρυσή Αυγή για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα», προτείνοντας έτσι να καταδικαστεί μόνο ο Γ. Ρουπακιάς για ανθρωποκτονία από πρόθεση και να απαλλαγούν οι δεκαεπτά συγκατηγορούμενοί του, τα μέλη δηλαδή της τοπικής οργάνωσης Νίκαιας που βρέθηκαν στην καφετέρια «Κοράλλι» το μοιραίο βράδυ του φόνου του άτυχου μουσικού. Κι αυτό γιατί «ναι μεν χωρίς να κάνουν καμία ερώτηση υπάκουσαν στην εντολή που έλαβαν από το ομαδικό SMS που απέστειλε ο υπεύθυνος της τοπικής, Γ. Πατέλης», αλλά «δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο πως σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν τον Παύλο Φύσσα».

«Ο Γ. Ρουπακιάς έδρασε μόνος του», ανέφερε η κ. Οικονόμου, προσθέτοντας πως «η εμφάνισή του στο σημείο ήταν συμπτωματική, αφού, αν πράγματι υπήρχε οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας, θα είχε λάβει και αυτός το SMS». Συνεχίζοντας, πρόσθεσε πως «δεν προέκυψε πως ο Π. Φύσσας ήταν στοχοποιημένος», χαρακτηρίζοντας τον εν λόγω ισχυρισμό των δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα «αόριστο και καθόλου πειστικό», ενώ ανέφερε πως «δεν προέκυψε πως η δολοφονία του είχε σχεδιαστεί από τα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης». «Αλλωστε», αναρωτήθηκε «ποιο θα ήταν το όφελος της Χρυσής Αυγής αν σκότωνε τον Φύσσα; Μόνο να χάσει είχε. Τέτοιου είδους εγκλήματα δεν οργανώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο».

Η εισαγγελέας αναφέρθηκε στις καταθέσεις της παρέας του Π. Φύσσα, οι οποίοι έκαναν λόγο για «αψυχολόγητη ενέργεια του Γ. Ρουπακιά», ο οποίος «έδρασε σε κλάσματα δευτερολέπτου». Ετσι, «τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης δεν μπορούσαν να προβλέψουν τι υπήρχε στο μυαλό του Ρουπακιά». Σε άλλο σημείο της αγόρευσής της αναρωτήθηκε: «Πώς είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για οργανωμένο σχέδιο; Αν έβλεπαν ότι ήταν μπροστά η Αστυνομία, δεν θα το είχαν αναβάλει;».

Η αγόρευση της εισαγγελέως της έδρας προκάλεσε την αντίδραση της μητέρας του αδικοχαμένου μουσικού, Μάγδας Φύσσα, η οποία αποχώρησε αρχικά από την αίθουσα του δικαστηρίου, φωνάζοντας: «Δεν είδαν τίποτα όλο αυτό το διάστημα; Αθωώνουν τους εγκληματίες. Ποσό να αντέξουμε;». Στη συνέχεια της διαδικασίας η κ. Φύσσα απευθύνθηκε αυτοπροσώπως στην εισαγγελέα, λέγοντας: «Στις 18 του μήνα ο Παύλος κλείνει 75 μήνες νεκρός. Τελικά σήμερα τον ξαναμαχαιρώσατε; Αιμορραγεί η πληγή του».

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν η πρόταση της εισαγγελέως σε ό,τι αφορά την επίθεση εις βάρος συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, αναφέροντας πως η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας πρέπει να μετατραπεί σε πλημμέλημα, αφού άλλα θύματα υπέστησαν επικίνδυνη σωματική βλάβη και άλλα απλή σωματική βλάβη, η οποία μάλιστα έχει παραγραφεί κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα. «Δεν προέκυψε», κατά την εισαγγελέα, «ανθρωποκτόνος σκοπός των κατηγορουμένων», διότι «δεν τους εμπόδισε κάποιος να σκοτώσουν», προσθέτοντας πως «αν θέλεις να σκοτώσεις κάποιον, προλαβαίνεις να το κάνεις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα». Σημείωσε πως οι δράστες είχαν «κοντάρια και άλλα όπλα και μπορούσαν, αν ήθελαν, να σκοτώσουν τα θύματά τους, αλλά δεν το έκαναν».

Πρόσθεσε μάλιστα πως ο επικεφαλής του σωματείου του ΠΑΜΕ Σ. Πουλικόγιαννης δέχτηκε χτύπημα με τη βάση ενός κονταριού, στο οποίο οι δράστες είχαν προσαρμόσει επάνω μια σιδερένια λάμα: «Αν ήθελαν να τον σκοτώσουν, θα τον χτύπαγαν με την κορυφή του όπλου και όχι με τη βάση». Σε άλλο σημείο της αγόρευσής της τόνισε πως «απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν προκύπτει από το είδος των σωματικών βλαβών που υπέστησαν», ενώ χαρακτήρισε «αντιφατικές» τις καταθέσεις των θυμάτων.

Οσο για την επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, η εισαγγελέας ζήτησε επίσης να απορριφθεί η κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας και να μετατραπεί σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη (η οποία είναι κακούργημα), με παρόμοιο σκεπτικό, πως δηλαδή «αν ήθελαν οι δράστες να σκοτώσουν το θύμα, θα το είχαν κάνει, δεν τους εμπόδιζε κανείς». Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων υποδέχθηκαν με ικανοποίηση την πρόταση της εισαγγελέως, ενώ αντίθετη ήταν η αντίδραση των δικηγόρων των θυμάτων: Ο δικηγόρος των Αιγύπτιων αλιεργατών Θ. Καμπαγιάννης έκανε λόγο για «ακραία αγόρευση», πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας πως «κύκλοι του βαθέος κράτους -έως και παρακράτους- που τα προηγούμενα χρόνια συγκάλυπταν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής επιχειρούν το ξέπλυμα της εγκληματικής οργάνωσης και την ολική επαναφορά της Χρυσής Αυγής στους δρόμους και στο πολιτικό σύστημα».

Η αγόρευση της κ. Οικονόμου, πάντως, δεν είναι καθόλου δεσμευτική προς το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να λάβει τελείως διαφορετική απόφαση. Η ανακοίνωση της κρίσης των δικαστών θα λάβει χώρα τους πρώτους μήνες του 2020, αφού, κατά τη διαδικασία, στην εισαγγελική πρόταση έχουν δικαίωμα να απαντήσουν οι δικηγόροι και των δύο πλευρών.